ευθήρατος — εὐθήρατος, ον (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐθήρητος, ον) αυτός που θηρεύεται, συλλαμβάνεται ή κατακτάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρατος (< θηρώ «κυνηγώ»), πρβλ. δορι θήρατος, δυσ θηρατος] … Dictionary of Greek
ευκολοκράτητος — εὐκολοκράτητος, ον (Μ) αυτός που κατακτάται εύκολα, ο ευάλωτος … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Λόντον, Τζακ — (Jack London, Σαν Φρανσίσκο 1876 – Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γκρίφιθ (John Griffith). Εξώγαμο παιδί ενός πλανόδιου αστρολόγου, έζησε χαοτική και περιπετειώδη ζωή, πολλές φορές αλητεύοντας… … Dictionary of Greek